03 Ιανουαρίου 2019

Για την Πίνα


Η Πίνα Μπάους στο "Καφέ Μίλερ" δια χειρός μου!
Ακριλικά σε πάνελ καμβά. 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ της Πίνα Μπάους από καρκίνο το 2009 σκόρπισε τη θλίψη στον κόσμο των παραστατικών τεχνών και ειδικά στους φανατικούς ακόλουθούς της, σε όλους αυτούς που τη λατρέψαμε μέσα από την ευτυχή γνωριμία με την τέχνη της. Διότι η Πίνα είχε έναν μοναδικό τρόπο να μεταγγίζει τη ζωή στη σκηνή. Σε αυτήν οφείλεται εν πολλοίς και η καθιέρωση της νέας μορφής του χοροθεάτρου. Φτάνει στο σημείο κάποιος να πει πως χοροθέατρο και Πίνα Μπάους είναι συνώνυμα. Το σπουδαιότερο είναι ότι με αυτό το πάντρεμα θεατρικών συμβάσεων και χορευτικής τέχνης προκάλεσε αλυσιδωτές εξελίξεις τόσο στη θεατρική τέχνη όσο και στον χορό, απελευθέρωσε νέες δημιουργικές δυνάμεις προς νέες κατευθύνσεις αναζήτησης και καλλιτεχνικής έρευνας. Έκτοτε, δεν πάψαμε να εντοπίζουμε στοιχεία της μεθόδου της, παραπομπές και αναφορές σε μια πλειάδα καλλιτεχνών σε όλο το φάσμα των παραστατικών τεχνών, να μιλάμε για δάνεια, επιδράσεις και αντιγραφές, άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο…

Τη συνάντησα τον Ιούλιο του 2001 στο Ηρώδειο, μετά από την παράσταση του «1980» κι έμελλε αυτή η συνάντηση να με σημαδέψει για πάντα με μια γλυκόπικρη ανάμνηση, που μου φέρνει ταυτόχρονα χαρά και πόνο. Αλλά... ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ανέβηκα στην Αθήνα μόνο για την Πίνα. Με φιλοξένησε η φίλη τότε και συνάδελφος Θεανώ, η οποία είχε φροντίσει και για τα εισιτήρια. Παρ' ότι ήμουν κουρασμένος από τα εξοντωτικά ωράρια στην εφημερίδα όπου εργαζόμουν, δεν υπολόγισα τίποτα. Αψήφησα το πονεμένο σώμα και πρόταξα τη λαχτάρα της ψυχής μου για τη συνάντηση με τη θεά Πίνα. Ήμουν και νεότερος και δεν δίσταζα να δοκιμάζω τις αντοχές μου στη σκηνή του κόσμου σαν τολμηρός περφόρμερ που υπήρξα.
Στην είσοδο του Ηρωδείου, είδα να σουλατσάρουν πολλοί εγχώριοι καλλιτέχνες από κάθε χώρο... Στο κοίλον του Ηρωδείου όμως είδα την Πίνα, διότι για καλή σύμπτωση κάθισα κοντά στο κοντρόλ. Επί τέσσερις ώρες και κάτι, παρακολουθούσα την Πίνα να παρακολουθεί την παράσταση και να διευθύνει με τον τεχνικό μάνατζερ που είχε δίπλα της το δημιούργημά της. Τότε κατάλαβα γιατί είχε τόση σημασία για την Πίνα να μην απουσιάζει από το κοινό των παραστάσεών της: ένιωθε κομμάτι αναπόσπαστο των έργων της! Τα κομμάτια της είχαν τη ζωντανή υπογραφή της! Αλλά τότε δεν σκέφτηκα ποια θα ήταν η τύχη τους στην περίπτωση της απουσίας της, τι θα άλλαζε ακριβώς στην ποιοτική τους σύσταση! Πολύ αργότερα το σκέφτηκα, κι ας μην προτρέχω, διότι η κορυφαία αυτή εμπειρία της ζωής μου μού επιφύλασσε ακόμα μια έκπληξη!
Η παράσταση τελείωσε! Τελείωσε; Ήταν βέβαιο; Είχα καταδυθεί για τα καλά, ψυχή τε και σώματι, στο περιβάλλον της, με την Πίνα δίπλα να οδηγεί. Πρώτη φορά ένιωσα στο θέατρο να σωματοποιώ το θέαμα, να το βιώνω σα να είμαι κομμάτι του οργανικό. Ήταν και η κούραση που με είχε χαλαρώσει κι έκανε το σώμα μου πιο δεκτικό, ώστε να συντονίζεται και να παραδίνεται στο κλίμα της παράστασης. Τότε πάλι, από τη θέση του θεατή, ένιωσα ουσιαστικά τι σημαίνει βιωματική δουλειά στην τέχνη, κατάθεση εμπειρίας, σωματικότητα, τα ένιωσα μέχρι το μεδούλι. Άλλωστε και τα θέματα της παράστασης ήταν απόλυτα συμβατά με την ψυχοσύνθεσή μου. Πώς να μην ταυτιστώ; Η Πίνα σηκώθηκε και μέσα σε πλημμύρα χειροκροτημάτων και επευφημιών πέρασε υπερήφανη και από μπροστά μου για να πάει στη σκηνή και να αποθεωθεί. Την καμάρωσα ζητωκραυγάζοντας. Η παράσταση δεν είχε τελειώσει…
Αποχωρώντας κατενθουσιασμένος και πανευτυχής με τη φίλη μου τη Θεανώ, βλέπαμε τους γνωστούς καλλιτέχνες… Δεν ήταν όμως όλοι ευχαριστημένοι όπως εμείς. Πίσω από τα παρασκήνια, έπεσα πάνω σε μια κατατρομαγμένη Σεμιτέκολο, που είχε μια έκφραση στο πρόσωπό της σαν να είχε δει κάτι που δεν μπορώ και δεν θέλω να χαρακτηρίσω. Της συστήθηκα και ήμουν έτοιμος να την αγκαλιάσω για να εκφράσω την ευτυχία μου. Όμως μια ερώτησή της έπεσε κι αυτή επάνω μου σαν τοίχος: «Σου άρεσε αυτό το πράγμα;». Κουτούλησα με τη μύτη σε μια άλλη πραγματικότητα κι έκανα πίσω. «Βεβαίως», είπα, «αριστούργημα», κι έφυγα περιχαρής. Κάπου εκεί τριγύρω ήταν και η Θεανώ. Κάποια στιγμή, πήρε το μάτι μου γνωστές μορφές του ελληνικού χοροθεάτρου να εκφράζουν τον θαυμασμό τους στην Πίνα. Άρχισα να ψάχνω τη Θεανώ. Για ένα διάστημα χάθηκα. Έχω κενό στη μνήμη. Δεν ξέρω τι έγινε. Πάντως, το νήμα το ξανάπιασα από το σημείο που βρίσκω τη Θεανώ κι αποχωρούμε σε ένα άδειο Ηρώδειο, λες και είχαμε μείνει εκεί μόνοι οι δυο μας. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Τρομακτικό κενό. Απότομη μετάβαση στο άδειο. Κατεβαίνοντας τις κλίμακες, τι βλέπω; Στο βάθος η Πίνα αναχωρούσε βιαστική με μια κυρία. Συναγερμός! Ο εγκέφαλός μου πήρε στροφές που δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω. Το σώμα μου δρούσε χωρίς να σκέφτομαι. Ήταν η στιγμή. Άρχισα να τρέχω προς την Πίνα φωνάζοντας δυνατά το όνομά της για να σταματήσει. «Πίνα», «Πίνα»… Τι να έλεγα δηλαδή; «Κυρία Μπάους»; Η Πίνα ήταν πια δική μου. Η παράσταση μου την είχε συστήσει όπως καμία άλλη παράσταση ως τότε και μου την είχε χαρίσει. Η Πίνα σταμάτησε και γύρισε, διότι θα σκέφτηκε πως κάποιος γνωστός της φωνασκούσε. Την πλησίασα και… Ξέχασα όλα τα γερμανικά που ήξερα. Της μίλησα στην αγγλική και της είπα πόσο την είχα αγαπήσει μέσα από το έργο της. Η παράσταση του «1980» δεν είχε τελειώσει. Η Θεανώ μάς κοιτούσε έκπληκτη. Η Πίνα χαμογελούσε με μια γλυκύτητα στο πρόσωπο που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήταν σαν να γνωριζόμασταν από πάντα. Η παράσταση δεν είχε τελειώσει. Της ζήτησα με όση ευγένεια μπορούσα να επιστρατεύσω να βγούμε σε φωτογραφία. Η στιγμή αυτή δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Η συνάντηση αυτή ήταν η συνάντηση της τέχνης με όλο της το νόημα. Ήταν η πιο ζωντανή στιγμή της ζωής μου. Δεν ξέρω πώς είχε έρθει. Δεν το είχα σκεφτεί ή προγραμματίσει ποτέ. Ήταν παιδί της παράστασης. Ήταν κομμάτι της παράστασης. Ήταν 1980! Τότε που σαν παιδάκι έτρεχα στις αλάνες να παίξω γεμάτος αθωότητα και αυθορμητισμό. Η παράσταση είχε αφυπνίσει το σώμα μου το παιδικό! Η Πίνα το κατάλαβε! «Μπορούμε να βγάλουμε μια φωτογραφία;». «Φυσικά»! Αυτό το «φυσικά» της Πίνας με απογείωσε στα σύμπαντα κι έκανε την αδρεναλίνη μου να αναβλύζει! Η Θεανώ ύψωσε τη φωτογραφική της, η Πίνα με κράτησε από τη μέση και η στιγμή πέρασε μέσα από την τρυπούλα με την αστραπιαία λάμψη του φλας. Δεν είχαμε κινητά τότε με φωτογραφική μηχανή. Ύστερα, φωτογράφισα τη Θεανώ με την Πίνα. Ύστερα, αγκαλιαστήκαμε με την Πίνα σαν να ήμασταν συγγενείς που σε λίγο θα χώριζαν. Η παράσταση δεν είχε τελειώσει. Ύστερα φιληθήκαμε σταυρωτά και χωρίσαμε. Η παράσταση δεν είχε τελειώσει. Συνεχιζόταν σαν μια ακόμη τελετουργία, εκεί, στα σκαλιά του Ηρωδείου. Η παράσταση με είχε προετοιμάσει για τη σκηνή αυτή που έμελλε να με σφραγίσει παντοτινά. Ένιωθα περφόρμερ του «1980», αλλά εγώ είχα το προνόμιο να παίζω στη σκηνή με την ίδια την Πίνα και με θεατές δυο φίλες μας. Ήταν κάτι απρόσμενο, ένα θείο δώρο που γέννησε η τέχνη και που ελάχιστοι έχουν την ευαισθησία να αντιληφθούν το νόημά της.
Επιστρέψαμε σπίτι. Έμεναν λίγες ώρες για να ξημερώσει και να επιστρέψω στην Καλαμάτα και στην εφημερίδα. Δεν πήρα το μάτι μου από τη φωτογραφική μηχανή. Η Θεανώ μού υποσχέθηκε πως με την πρώτη ευκαιρία θα εμφάνιζε το φιλμ και θα μου έστελνε τη φωτογραφία! Που βέβαια για μένα ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή φωτογραφία. Δεν ξέρω γιατί αυτή η στιγμή πήρε τόσο μεγάλο ύψος στη συνείδησή μου, στη μνήμη μου, στα βιώματά μου. Ίσως το έκανε η Τέχνη. Ίσως η Πίνα. Εγώ ποτέ δεν φανταζόμουν αυτή την ανάταση μέσα στην υπέρτατη υπερβολή της. Δεν κατηγόρησα ποτέ τον εαυτό μου πως έδωσε τόσο υψιπετές νόημα σε κάτι τόσο τετριμμένο ή «φυσικό» -όπως είπε η Πίνα- επειδή πάντοτε διψούσε για μια τόσο μεγάλη συγκίνηση! Απλώς συνέβη. Και το ’χω δύσκολο να την αποκαθηλώσω.
Η Θεανώ μού υποσχέθηκε, την εμπιστεύτηκα, μα τότε δεν φαντάστηκα ότι αυτή η φωτογραφία θα αποκτούσε ακόμη πιο υπερβολικό και πιο μυθικό από το φυσιολογικό νόημα που θα έπρεπε να έχει.... Ένα καλοκαίρι, είπε ότι θα ερχόταν στην Καλαμάτα για το φεστιβάλ χορού μαζί με τη φωτογραφία. Ήρθε με έναν ελκυστικό νέο, χορευτή, και προφασίστηκε πως είχε ξεχάσει τη φωτογραφία στην Αθήνα! Δεν ξέρω πώς άντεξα να κάνω τον αδιάφορο για να μην της έδινα την ηδονή της ικανοποίησης! Έβαλε πολλά ο νους μου! Η Θεανώ με είχε στο χέρι, όμως δεν τολμούσα να εξερευνήσω για τυχόν αντάλλαγμα. Και τι δεν θα ’δινα για να την έχω. ...
Η Θεανώ ακόμα μου στερεί τη φωτογραφία και το φέρω βαρέως. Εκδίκηση; Ποιος ο λόγος; Πήρε φως το φιλμ; Κάηκε η "στάση"; Ίσως δεν θα το μάθω ποτέ, όμως η αιώνια στιγμή θα μείνει για πάντα τυπωμένη στα φύλλα της καρδιάς!