20 Απριλίου 2022

Χάπι End ή Η Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία

 

Ο Σπύρος-Αντώνης Αντωνίου και η Μαρία-Νατάσα Ασίκη στα "Αυγά Μαύρα" του Διονύση Χαριτόπουλου



Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ από ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης. Η Μαρία γεννήθηκε στα τέλη του 1948, πάνω στο ξέσπασμα του Εμφύλιου, ενώ ο Σπύρος οκτώ χρόνια νωρίτερα. Όταν τον Δεκέμβρη του 1948 ο Στρατός άδειασε τα ορεινά χωριά προκειμένου να μην έχουν τη στήριξη των χωριανών οι αντάρτες, η ανήμπορη γιαγιά τους έμεινε πίσω και "τη φάγανε οι γάτες"! Στρατιώτες έκαψαν το σπίτι και τα ζωντανά τους. Ο μικρός Σπύρος με τους γονείς του κατέφυγαν στο βουνό, όπου κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Εκεί, στη σπηλιά, γεννήθηκε η Μαρία. Ήταν Δεκέμβρης και το χιόνι πυκνό. Ο Σπύρος έμεινε πολλές ώρες έξω απ’ τη σπηλιά, στο κρύο, μέχρι να γεννηθεί η αδελφή του. Αργότερα, όταν η Χωροφυλακή έφτασε στο σημείο κι επιχείρησε να τους συλλάβει, η οικογένεια κατόρθωσε να κρυφτεί σε κάτι πουρνάρια και να γλιτώσει. Μετά, ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά στο βουνό και βρήκε καταφύγιο σε άλλη σπηλιά. Η πείνα ήταν μαρτυρική. Ο Στρατός είχε κόψει τα δέντρα για να μη βρίσκουν τον παραμικρό καρπό. Κάποια τα είχαν αφήσει άκοπα για παγίδες: παραφυλούσαν και, αν ανέβαινες να κόψεις κάτι, "σε πυροβολούσαν σαν πουλί". Έπιναν βρόχινο νερό. Φορούσαν πάντα τα ρούχα με τα οποία είχαν εγκαταλείψει το χωριό. “Ο πατέρας ήταν ΚΠ” -δηλαδή Κέντρο Πληροφοριών- των ανταρτών, αφού γνώριζε άριστα την περιοχή, τις κρυψώνες και τα περάσματα διαφυγής. Έτσι βοηθούσε τις επιχειρήσεις τους, αλλά και γλίτωνε την οικογένειά του από τις επιδρομές της Χωροφυλακής. Βοηθούσε κι ο μικρός Σπύρος, που φύλαγε καραούλι! Και δεν το έκανε μόνο για τους αντάρτες, αλλά και για τους δικούς του, ιδίως το μωρό (Μαρία), επειδή σε κοντινή σπηλιά έμενε ένας άγριος αντάρτης που -σύμφωνα με τον πατέρα- από την πείνα του ήταν ικανός να φάει και αυτούς. Στη δεύτερη σπηλιά έμειναν δέκα μήνες περίπου, όταν τελικά συνελήφθη ο πατέρας της οικογένειας, και εκτελέστηκε εν ψυχρώ, όχι όμως ενώπιον της γυναίκας και των παιδιών του. Τον είχαν επικηρύξει, γι' αυτό και κάρφωσαν το κεφάλι του σε έναν πάσσαλο και το επιδείκνυαν. Η μητέρα με τη Μαρία και τον Σπύρο επέστρεψαν και κρύφτηκαν στο χωριό μαζί με άλλους συγχωριανούς μέχρι που έγιναν αντιληπτοί. Πάνω στη συμπλοκή, πυροβολήθηκε πισώπλατα και σκοτώθηκε στον τόπο η μητέρα, ενώ ο Σπύρος πρόλαβε να διαφύγει με άλλους. Η Μαρία εισήχθη σε παιδούπολη. Έτσι τα αδέλφια χωρίστηκαν, τόσο βίαια! Ο Σπύρος την αναζήτησε καιρό, μαζί με κάποιον θείο του, όχι όμως σε παιδούπολη επειδή ήταν πολύ μικρή και δεν πληρούσε το ηλικιακό όριο. Είναι γνωστό πως ο νόμος για τα κριτήρια εισαγωγής στις παιδουπόλεις παραβιαζόταν. Εν τέλει, την εντόπισαν τυχαία και με δυσκολία κατόρθωσαν να την πάρουν στο σπίτι της γιαγιάς της (μητέρα της μάνας της), μια και την είχε κρατήσει ο ιερέας της παιδούπολης για να την υιοθετήσει…

Όταν αρχίζει το πρώτο μέρος του θεατρικού έργου “Αυγά Μαύρα” του Διονύση Χαριτόπουλου, η -παντρεμένη πια- μεσήλικη Μαρία, η οποία καθαρίζει με μανία τα έπιπλα του σπιτιού της, δέχεται επίσκεψη από τον Σπύρο. Το πρώτο μέρος θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο “Χωρίς χάπι”, αφού η καταθλιπτική -ή μήπως ψυχωσική;- Μαρία, θύμα της Ιστορίας, αντιστέκεται με σθένος απέναντι στην επίμονη προτροπή του αδελφού της να πάρει το χάπι της. Αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς τηρεί αρνητική στάση στο παρελθόν το δικό της και της οικογένειας, εκδηλώνει τις αμφιβολίες της για το ποιον του πατέρα τους και γενικά μάς παρέχει την εντύπωση πως ανήκει πια στην άλλη πλευρά! Δεν μπορεί και δεν θέλει να συμβιβαστεί με ένα τέτοιο παρελθόν, μάλιστα θεωρεί πως εξαιτίας αυτού του παρελθόντος έχει περιέλθει σε αυτή τη δεινή ψυχική κατάσταση παρ’ ότι έχει συνεχίσει τη ζωή της. Ο Σπύρος κάνει τα πάντα για να την πείσει πως ο πατέρας τους ήταν καλός άνθρωπος και πως πάλεψε για το γενικό καλό, και υποστηρίζει πως πρέπει να νιώθουν περήφανοι για εκείνον. Η Μαρία εξακολουθεί να αντιστέκεται, θαρρείς πως με τη σχολαστική καθαριότητα που εφαρμόζει στα αντικείμενα προσπαθεί να απαλλαγεί από τη σκόνη του χρόνου, παλεύει με τη σκόνη όπως παλεύει με το παρελθόν. Μέχρι που φθάνει στο σημείο να παρατηρεί τον Σπύρο για να μην της λερώσει τον χώρο. Η στάση της όμως είναι εντελώς αντίθετη στο δεύτερο μέρος! Διότι η Μαρία, η οποία έχει ήδη καταπιεί το χάπι της από το τέλος του πρώτου μέρους, κάθεται σαν Παναγία και ακούει προσηλωμένη, μακάρια, την αφήγηση των γεγονότων χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις! Είναι πια ένα δεκτικό σώμα που συμφιλιώνεται με το παρελθόν αναζητώντας ίαση. Μάλιστα, συμμετέχει και η ίδια στην αφήγηση (ντουέτο) για να περιγράψει την πέτρινη περίοδο της παιδούπολης, αλλά και τη δύσκολη προσαρμογή της στο περιβάλλον της νέας της γειτονιάς αργότερα. Θυμάται  το βαρύ πένθος -ίσως δεν το ξεπέρασε ποτέ- και το εμβληματικό περιστατικό του Πάσχα, που η γιαγιά, εκτός από τις κουρτίνες και το τραπεζομάντηλο, έβαψε μαύρα και τα αυγά! Στο δεύτερο μέρος λοιπόν, η σχέση της Μαρίας με τον αδελφό της, τον οποίο βέβαια εξακολουθεί να κατηγορεί πως πάνω στην κρίσιμη στιγμή την παράτησε για να σωθεί εκείνος, αποκαθίσταται. Το “τέλος” του έργου, δηλαδή της επίσκεψης υπό την επήρρεια των χαπιών (και ο Σπύρος έχει πάρει τα χάπια του πριν την επίσκεψη στη Μαρία), είναι ένα Χάπι End! Υπό την ευεργετική επίδραση των φαρμάκων τα τραύματα της Ιστορίας μαλακώνουν, οι ήρωες που έχουν βιώσει τον Εμφύλιο στο πετσί τους βρίσκουν την πολυπόθητη ψυχική λύτρωση από το τραγικό παρελθόν, ενώ ο συγγραφέας Χαριτόπουλος προσφέρει στο σύγχρονο ψυχοπαθολογικό μας δράμα ένα άρτιο έργο! Ωστόσο, δεν είναι ένα οριστικό τέλος, εφ’ όσον η επίσκεψη επαναλαμβάνεται στο διηνεκές ως μια ατέρμονη προσπάθεια των ηρώων να επουλώσουν τις πληγές τού πάντα παρόντα Εμφυλίου, κι ας έχουν κρατήσει τα παιδιά τους μακριά από όλα αυτά, η επίσκεψη επαναλαμβάνεται όπως μια λυτρωτική φαρμακευτική αγωγή!

Στην παράσταση του δράματος που είδα το 2016 στη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου, σε δική του σκηνοθεσία, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη σύζυγό του Νατάσα Ασίκη, μουσική της Ελένης Καραΐνδρου και σκηνικά/ κοστούμια του Νίκου Κασαπάκη, το τρίτο πρόσωπο του έργου απουσίαζε. Ο Γέρος, που ο συγγραφέας βάζει να εμφανίζεται στη σκηνή απαρατήρητος από τη Μαρία και τον Σπύρο, στο πρώτο μέρος να προσπαθεί να ανοίξει το κλειδωμένο ντουλάπι με τα φάρμακα και στο δεύτερο να τρώει με βουλιμία και να λερώνει τον χώρο, κόβεται από τον σκηνοθέτη, όμως -ευτυχώς- δεν λείπει. Λείπει η προσωποποίηση του γερο-Εμφυλίου, όμως ο Εμφύλιος είναι παρών, εφ’ όσον ενσαρκώνεται από τον θεατρικό λόγο! Οι γρατσουνιές του στις ψυχές των προσώπων του δράματος είναι ολοφάνερες! Μα δεν υπάρχει χώρος για άλλα τραύματα. Η Μαρία έχει καλύψει με υφάσματα τα πόδια των επίπλων για να μη γδέρνεται το πάτωμα. Αντωνίου και Ασίκη, πολλά χρόνια μαζί στη ζωή και στην τέχνη, ζουν τον σκηνικό τους βίο με απόλυτη ειλικρίνεια! Ειδικά ο Αντωνίου μάς εκπλήσσει με τον άθλο του: εξουδετερώνει κάθε φάντασμα από την πλούσια τηλεοπτική του διαδρομή και ξαναβαπτίζεται ευλαβικά στο έργο και στον ρόλο κάθε φορά που ανεβαίνει να παίξει, σβήνει κάθε ίχνος από την τηλεοπτική φθορά του. Γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Και οι δύο ηθοποιοί συγκινούν βαθιά μέσα από την επιτυχή τους ταύτιση με τα δραματικά πρόσωπα κομίζοντας σπάνιο ήθος στο θέατρό μας που τόσο δεινοπαθεί από το κάλπικο και το ανούσιο…

Ευχαριστούμε!